ἐπιτυχεῖν

ἐπιτυχεῖν
ἐπιτυγχάνω
hit the mark
aor inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιτυχαίνω — και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω) 1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῡ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ. β. «τόν πυροβόλησε και τόν πέτυχε στην… …   Dictionary of Greek

  • ополоучити — ОПОЛОУЧ|ИТИ (4*), ОУ, ИТЬ гл. 1.Добиться, заполучить: тъгда тѣхъ ѡставль. къ въторымъ пристѹпаѥть. ѹдобѣѥ сихъ надѣ˫ас˫а ѡполѹчити. (ἐπιτυχεῖν) ЖФСт к. XII, 91; ис пьрва пленьны˫а ѥмѹ крѣпъчеиша пьрвыихъ ѡполѹчи и непреклоньнъ вьсьма. тѣмъ и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • χραύω — ΜΑ (ποιητ. τ.) 1. αγγίζω ελαφρά 2. τραυματίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος ρηματ. τ., ο οποίος απαντά μόνο σύνθ. (πρβλ. πρτ. ἐν έχρανε), καθώς και σε ορισμένους τ. μτχ. (πρβλ. χραυόμενον / χραυζόμενον) και αορ. (πρβλ. τους τ. τού Ησύχ. ἔχραυσεν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”